εναρμογή

εναρμογή
η (AM ἐναρμογή)
εφαρμογή, συναρμογή, προσαρμογή, συνάρθρωση
νεοελλ.
1. το σημείο όπου ένα πράγμα συναρμόζεται με κάποιο άλλο, το σημείο συναρμογής, η αρμογή
2. είδος συνδέσεως δύο τεμαχίων από ξύλο ή μέταλλο με την εισαγωγή (εμβολή) τής προεξοχής τού ενός στην κοιλότητα τού άλλου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐναρμογήν — ἐναρμογή fitting fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένερσις — ἔνερσις, η (AM) [ενείρω] εναρμογή, προσαρμογή, ένθεση («ἡ τιάρα ἐνέρσει ἀνθράκων ἀπολάμπουσα τῇ λαμπρότητι», Θεοφύλ. Σιμοκ.) …   Dictionary of Greek

  • ενάρμοση — η (AM ἐνάρμοσις) εφαρμογή, προσαρμογή, συμμόρφωση νεοελλ. μελωδική σύνθεση, εναρμόνιση αρχ. εύρυθμη σύνθεση, εναρμογή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”