- εναρμογή
- η (AM ἐναρμογή)εφαρμογή, συναρμογή, προσαρμογή, συνάρθρωσηνεοελλ.1. το σημείο όπου ένα πράγμα συναρμόζεται με κάποιο άλλο, το σημείο συναρμογής, η αρμογή2. είδος συνδέσεως δύο τεμαχίων από ξύλο ή μέταλλο με την εισαγωγή (εμβολή) τής προεξοχής τού ενός στην κοιλότητα τού άλλου.
Dictionary of Greek. 2013.